Λίγες ώρες μας χωρίζουν από την, πασίγνωστη στην Κατερίνη, δίκη της πετούνιας. Πολλά γράφτηκαν, κι άλλα τόσα ειπώθηκαν για τη συγκεκριμένη υπόθεση. Υποσχέθηκα ότι θα παρουσιάσω και τη δική μου άποψη. Δε νομίζω να είναι απαραίτητη άλλη μια αναφορά στα γεγονότα που οδήγησαν στην αυριανή δίκη. Άλλωστε, αν κάποιος δεν γνωρίζει περί τίνος πρόκειται, μπορεί να ενημερωθεί με μια απλή αναζήτηση στο διαδίκτυο. Επιτρέψτε μου, όμως να ξεκινήσω με μια σύντομη ιστορική αναδρομή, σε κάτι που μοιάζει εκ πρώτης άσχετο.
Στην Ελλάδα ισχύει ακόμη και σήμερα ο νόμος 1178/81, όπως τροποποιήθηκε το 1995. Είναι δε ευρύτερα γνωστός ως νόμος Βενιζέλου ή τυποκτόνος νόμος, κι όχι άδικα. Τον χαρακτηρισμό αυτόν τον κέρδισε καθώς μέσω αυτού εισήχθη η έννοια της αστικής ευθύνης του δημοσιογράφου. Με απλά λόγια, έδωσε τη δυνατότητα σε όποιον θίγεται ή θεωρεί ότι θίγεται από κάποιο δημοσίευμα, να προσφύγει, κάνοντας αγωγή, στα αστικά δικαστήρια ζητώντας υπέρογκες πολλές φορές αποζημιώσεις. Η πρακτική αυτή έχει επανειλημμένα στηλιτευτεί από τα μέσα ενημέρωσης, ως προσπάθεια φίμωσης του τύπου. Δικαίως, βέβαια, καθώς ενδεχόμενη καταδίκη του δημοσιογράφου ή του μέσου ενημέρωσης, είναι δυνατόν να οδηγήσει σε οικονομική εξόντωση του δημοσιογράφου ή και σε κλείσιμο του μέσου. Με το νόμο αυτό έχουμε την εμφάνιση του όρου «βιομηχανία αγωγών», τον οποίο οι περισσότεροι έχουμε ακούσει ή διαβάσει. Είναι, δε, πολλές οι περιπτώσεις που δημοσιογράφοι καλούν από τα μέσα τους τον όποιο ενάγοντα να αποσύρει την αγωγή, καθώς αν επιθυμεί την ηθική του δικαίωση, υπάρχει και ο δρόμος της μήνυσης για συκοφαντική δυσφήμιση, που αν μη τι άλλο, δεν συνεπάγεται την έμπρακτη φίμωση του τύπου.
Θεώρησα αναγκαία την αναφορά για δύο λόγους. Πρώτον, επειδή διαρκώς επανέρχεται στον τοπικό τύπο η έκφραση «βιομηχανία μηνύσεων» η οποία παραπέμπει ευθέως, εντέχνως και ψευδώς στη «βιομηχανία αγωγών». Και δεύτερον, διότι η εξάσκηση ενός θεμελιώδους συνταγματικού δικαιώματος, αυτού της προάσπισης της τιμής και της αξιοπρέπειας εξισώνεται από τους εγκαλούμενους με φίμωση του τύπου. Όμως στην περίπτωσή μας δεν έχουμε να κάνουμε με κάποια αγωγή, αλλά με μήνυση. Δηλαδή με μία λύση που ακόμη και αριστεροί δημοσιογράφοι, όπως ο Στάθης Σταυρόπουλος της Ελευθεροτυπίας, θεωρούν ως τη λιγότερο κακή.
Σίγουρα πολλοί ξαφνιαστήκαμε με την κίνηση του Δημάρχου και των Αντιδημάρχων να προσφύγουν στη δικαιοσύνη. Ακόμη μεγαλύτερο ήταν το ξάφνιασμα για την κίνηση του Αντιδημάρχου Ζήνωνα Σατραζέμη να οδηγήσει στη δικαιοσύνη και τις εφημερίδες. Έκτοτε έχουμε ακούσει πολλά κι έχουμε διαβάσει περισσότερα για τη θέση των εφημερίδων και της εθελοντικής ομάδας επί του ζητήματος. Ο πυρήνας της θέσης τους είναι ότι το δικαίωμα στην κριτική είναι αναφαίρετο, η ελευθερία του τύπου απεριόριστη και ότι η δημοτική αρχή πρέπει να μάθει να δέχεται την κριτική. Είναι όμως έτσι;
Χωρίς αμφιβολία, το Σύνταγμα κατοχυρώνει το απεριόριστο του δικαιώματος της γνώμης και της έκφρασης και απαγορεύει οποιαδήποτε μορφή προληπτικού ελέγχου και λογοκρισίας. Το «ζουμί», κατά το κοινώς λεγόμενο, είναι στη λέξη «προληπτικού». Ακόμη, το Σύνταγμα κατοχυρώνει θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα, όπως αυτό της τιμής και της αξιοπρέπειας. Αν τα βάλουμε μαζί, συμπεραίνουμε ότι ναι μεν έχει ο καθένας δικαίωμα να λέει και να γράφει ό,τι θέλει, αλλά αν κάποιου η τιμή και η αξιοπρέπεια θίγονται από τα λεγόμενα ή τα γραφόμενα, ο δεύτερος έχει το δικαίωμα να προσφύγει στη δικαιοσύνη για να τα προστατέψει. Αυτό, λοιπόν, που το Σύνταγμα κατοχυρώνει ως δικαίωμα για κάθε πολίτη, ο τοπικός τύπος το θεωρεί φίμωση. Πρόκειται, νομίζω, για κραυγαλέα εφαρμογή του δόγματος «τα δικά μου, δικά μου, και τα δικά σου, δικά μου». Δηλαδή, τα συνταγματικά δικαιώματα των δημοσιογράφων ισχύουν, ενώ των υπολοίπων, έστω και πολιτικών, μπορούν να περιορίζονται κατά βούληση. Ο φασισμός του σκεπτικού είναι τόσο ανατριχιαστικά ευδιάκριτος που τον καταλαβαίνουν και μαθητές της τρίτης δημοτικού.
Υπάρχει, πιστεύω, και ένα δεύτερο σημείο που χρήζει ανάλυσης. Εμφανίζει η σημερινή διοίκηση του Δήμου δυσανεξία στην κριτική, έστω την άδικη και σκληρή; Και αν όχι, ήταν η κριτική αυτή που οδηγεί την υπόθεση στο ακροατήριο ή κάτι άλλο; Έχω τη συνήθεια, πείτε το αν θέλετε χόμπι ή βίτσιο, να διαβάζω καθημερινά τον τοπικό τύπο, όπως και τα περισσότερα πιερικά blog. Η εντύπωση που σχημάτισα και που κάθε μέρα γινόταν πιο καθαρή, ήταν ότι τα περισσότερα μέσα ενημέρωσης ασκούσαν ένα είδος συστηματικής αντιπολίτευσης στη διοίκηση Χιονίδη, από την αρχή της θητείας της. Μέχρι την υπόθεση με τις πετούνιες δεν είδα, όμως, καμία μήνυση. Η κριτική, συνεχής και ανελέητη, αφορούσε τα πάντα. Από το κυκλοφοριακό μέχρι τα έργα. Ακόμη κι όταν τα υλοποιούμενα έργα έπρεπε να έχουν γίνει εδώ και χρόνια από προηγούμενους δημάρχους, πάντοτε υπήρχε κάποια αφορμή για κριτική. Αυτή είναι η δουλειά του τύπου, θα μου πείτε, μεγάλο το δίκιο σας, θα σας απαντήσω. Όμως, η δημοτική αρχή φάνηκε να μην αντιδρά ακόμη και όταν τα πράγματα ξέφευγαν και η κριτική έδινε τη θέση της στις ύβρεις. Για να μην κουράσω, θα αναφέρω μονάχα ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα. Με αφορμή το ότι ο κάθε φορέας έστειλε ξεχωριστό δελτίο τύπου για το ΤΕΡΑΣΤΙΑΣ ΣΗΜΑΣΙΑΣ έργο τις άρδευσης και αγροτικής οδοποιίας στο Δήμο Κατερίνης, προϋπολογισμού 20.700.000€, τοπική δημοσιογράφος χαρακτήρισε τον Υπουργό Αγροτικής Ανάπτυξης, τον βουλευτή Πιερίας κο. Κωνσταντόπουλο και τον Δήμαρχο Κατερίνης «ρόμπες ξεκούμπωτες». Φυσικά και ο καθένας έχει το δικαίωμα να κρίνει, και η προσωπική μου κρίση είναι ότι το συγκεκριμένο σχόλιο ήταν άδικο, απρόκλητο και άκρως υβριστικό, αλλά είπαμε, περί ορέξεως κολοκυθόπιτα. Το θέμα είναι ότι ούτε σε εκείνη ούτε σε άλλες περιπτώσεις σκληρής ή ακόμη και υβριστικής «κριτικής» δεν υπήρξαν μηνύσεις ούτε, απ’ όσο ξέρω άλλου είδους αντιδράσεις.
Τι άλλαξε λοιπόν στην υπόθεση «πετούνια» και έκανε το ποτήρι να ξεχειλίσει; Επακριβώς μπορούν να γνωρίζουν μόνο οι άμεσα εμπλεκόμενοι, παρ’ όλα αυτά τα γεγονότα μπορούν να οδηγήσουν σε μια ασφαλή υπόθεση. Η επιστολή για τις πετούνιες ήταν η πρώτη φορά που η οποιαδήποτε κριτική ή «κριτική», βάλτε ή βγάλτε τα εισαγωγικά κατά την κρίση σας, απεκδυόταν τον έστω και προσχηματικό χαρακτήρα της πολιτικής διαφωνίας και εντασσόταν ευθέως στην κατηγορία της προσωπικής επίθεσης. Γιατί ακόμη και με τα πλέον φιλελεύθερα κριτήρια, το να περιγράφεις το δήμαρχο και τους αντιδημάρχους ως μπεκρήδες τεμπελχανάδες, είναι αδύνατο να θεωρηθεί πολιτική κριτική, εκτός κι αν είσαι φασίστας. Όταν μάλιστα η περιγραφή αυτή δεν έχει καμιά σχέση με την πραγματικότητα, τότε πρόκειται περί συκοφαντικής δυσφήμισης. Η μεταχείριση που οι εφημερίδες επιφύλαξαν στο εν λόγω κείμενο δεν έχει καμιά σχέση με την μεταχείριση που επιφυλάσσεται στις συνήθεις επιστολές αναγνωστών. Ολοσέλιδη καταχώριση, φωτογραφίες, μεγαλογράμματοι τίτλοι και υπότιτλοι, αναλυτικός σχολιασμός, καμία σχέση δεν έχουν με τις επιστολές αναγνωστών. Αρκεί κανείς να ανοίξει μια οποιαδήποτε εφημερίδα για να το καταλάβει. Και δεν χρειάζεται να ψάξει μακριά. Οι ίδιες οι εγκαλούμενες εφημερίδες έχουν ακόμη και σήμερα επιστολές αναγνωστών και είναι φανερή η διαφορά στη μεταχείριση αυτών και σε εκείνο το κείμενο. Δεν ξέρω αν οι εκδότες είχαν κάποιο βαθύτερο κίνητρο. Ξέρω όμως ότι οι προσβολές και τα ψεύδη ήταν ορατά διά γυμνού οφθαλμού τυφλού. Πόσο μάλλον για τα δικά τους έμπειρα και υποψιασμένα μάτια.
Το γαϊτανάκι των προσβολών, των υπονοούμενων, των απειλών που έστησαν τα μέσα ενημέρωσης και οι καλοθελητές της εθελοντικής ομάδας παρατράβηξε. Για τις επόμενες ώρες θα παραμείνει μετέωρο και σιωπηλό αναμένοντας την έκβαση της αυριανής δίκης. Ήδη είχαμε και πολύ υψηλά «πονταρίσματα». Η εθελοντική ομάδα δράσης και ο Βουλευτής Πιερίας κος Αμοιρίδης, έπαιξαν τα ρέστα τους ποντάροντας στην απουσία του Σατραζέμη στη Γερμανία. Οι πρώτοι τον κατηγόρησαν ότι φεύγει αντί να μείνει και να υπερασπιστεί τη χαμένη του αξιοπρέπεια (αυτήν ακριβώς που οι ίδιοι προσέβαλαν), ενώ ο δεύτερος τον κατηγόρησε ότι βρήκε άλλοθι με τα λεφτά των δημοτών (αντί να το βρει στη βουλευτική ασυλία). Άμα τους κάνει καμιά πλάκα ο Σατραζέμης και εμφανιστεί, ποιος θα είναι αυτός που θα ζητήσει αναβολή; Και μετά που θα πάνε να κρυφτούν; Μάλλον πουθενά. Γιατί για να γίνεις καλός ψεύτης θα πρέπει να δείχνεις περήφανος και να είσαι αμετανόητος.
Στην Ελλάδα ισχύει ακόμη και σήμερα ο νόμος 1178/81, όπως τροποποιήθηκε το 1995. Είναι δε ευρύτερα γνωστός ως νόμος Βενιζέλου ή τυποκτόνος νόμος, κι όχι άδικα. Τον χαρακτηρισμό αυτόν τον κέρδισε καθώς μέσω αυτού εισήχθη η έννοια της αστικής ευθύνης του δημοσιογράφου. Με απλά λόγια, έδωσε τη δυνατότητα σε όποιον θίγεται ή θεωρεί ότι θίγεται από κάποιο δημοσίευμα, να προσφύγει, κάνοντας αγωγή, στα αστικά δικαστήρια ζητώντας υπέρογκες πολλές φορές αποζημιώσεις. Η πρακτική αυτή έχει επανειλημμένα στηλιτευτεί από τα μέσα ενημέρωσης, ως προσπάθεια φίμωσης του τύπου. Δικαίως, βέβαια, καθώς ενδεχόμενη καταδίκη του δημοσιογράφου ή του μέσου ενημέρωσης, είναι δυνατόν να οδηγήσει σε οικονομική εξόντωση του δημοσιογράφου ή και σε κλείσιμο του μέσου. Με το νόμο αυτό έχουμε την εμφάνιση του όρου «βιομηχανία αγωγών», τον οποίο οι περισσότεροι έχουμε ακούσει ή διαβάσει. Είναι, δε, πολλές οι περιπτώσεις που δημοσιογράφοι καλούν από τα μέσα τους τον όποιο ενάγοντα να αποσύρει την αγωγή, καθώς αν επιθυμεί την ηθική του δικαίωση, υπάρχει και ο δρόμος της μήνυσης για συκοφαντική δυσφήμιση, που αν μη τι άλλο, δεν συνεπάγεται την έμπρακτη φίμωση του τύπου.
Θεώρησα αναγκαία την αναφορά για δύο λόγους. Πρώτον, επειδή διαρκώς επανέρχεται στον τοπικό τύπο η έκφραση «βιομηχανία μηνύσεων» η οποία παραπέμπει ευθέως, εντέχνως και ψευδώς στη «βιομηχανία αγωγών». Και δεύτερον, διότι η εξάσκηση ενός θεμελιώδους συνταγματικού δικαιώματος, αυτού της προάσπισης της τιμής και της αξιοπρέπειας εξισώνεται από τους εγκαλούμενους με φίμωση του τύπου. Όμως στην περίπτωσή μας δεν έχουμε να κάνουμε με κάποια αγωγή, αλλά με μήνυση. Δηλαδή με μία λύση που ακόμη και αριστεροί δημοσιογράφοι, όπως ο Στάθης Σταυρόπουλος της Ελευθεροτυπίας, θεωρούν ως τη λιγότερο κακή.
Σίγουρα πολλοί ξαφνιαστήκαμε με την κίνηση του Δημάρχου και των Αντιδημάρχων να προσφύγουν στη δικαιοσύνη. Ακόμη μεγαλύτερο ήταν το ξάφνιασμα για την κίνηση του Αντιδημάρχου Ζήνωνα Σατραζέμη να οδηγήσει στη δικαιοσύνη και τις εφημερίδες. Έκτοτε έχουμε ακούσει πολλά κι έχουμε διαβάσει περισσότερα για τη θέση των εφημερίδων και της εθελοντικής ομάδας επί του ζητήματος. Ο πυρήνας της θέσης τους είναι ότι το δικαίωμα στην κριτική είναι αναφαίρετο, η ελευθερία του τύπου απεριόριστη και ότι η δημοτική αρχή πρέπει να μάθει να δέχεται την κριτική. Είναι όμως έτσι;
Χωρίς αμφιβολία, το Σύνταγμα κατοχυρώνει το απεριόριστο του δικαιώματος της γνώμης και της έκφρασης και απαγορεύει οποιαδήποτε μορφή προληπτικού ελέγχου και λογοκρισίας. Το «ζουμί», κατά το κοινώς λεγόμενο, είναι στη λέξη «προληπτικού». Ακόμη, το Σύνταγμα κατοχυρώνει θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα, όπως αυτό της τιμής και της αξιοπρέπειας. Αν τα βάλουμε μαζί, συμπεραίνουμε ότι ναι μεν έχει ο καθένας δικαίωμα να λέει και να γράφει ό,τι θέλει, αλλά αν κάποιου η τιμή και η αξιοπρέπεια θίγονται από τα λεγόμενα ή τα γραφόμενα, ο δεύτερος έχει το δικαίωμα να προσφύγει στη δικαιοσύνη για να τα προστατέψει. Αυτό, λοιπόν, που το Σύνταγμα κατοχυρώνει ως δικαίωμα για κάθε πολίτη, ο τοπικός τύπος το θεωρεί φίμωση. Πρόκειται, νομίζω, για κραυγαλέα εφαρμογή του δόγματος «τα δικά μου, δικά μου, και τα δικά σου, δικά μου». Δηλαδή, τα συνταγματικά δικαιώματα των δημοσιογράφων ισχύουν, ενώ των υπολοίπων, έστω και πολιτικών, μπορούν να περιορίζονται κατά βούληση. Ο φασισμός του σκεπτικού είναι τόσο ανατριχιαστικά ευδιάκριτος που τον καταλαβαίνουν και μαθητές της τρίτης δημοτικού.
Υπάρχει, πιστεύω, και ένα δεύτερο σημείο που χρήζει ανάλυσης. Εμφανίζει η σημερινή διοίκηση του Δήμου δυσανεξία στην κριτική, έστω την άδικη και σκληρή; Και αν όχι, ήταν η κριτική αυτή που οδηγεί την υπόθεση στο ακροατήριο ή κάτι άλλο; Έχω τη συνήθεια, πείτε το αν θέλετε χόμπι ή βίτσιο, να διαβάζω καθημερινά τον τοπικό τύπο, όπως και τα περισσότερα πιερικά blog. Η εντύπωση που σχημάτισα και που κάθε μέρα γινόταν πιο καθαρή, ήταν ότι τα περισσότερα μέσα ενημέρωσης ασκούσαν ένα είδος συστηματικής αντιπολίτευσης στη διοίκηση Χιονίδη, από την αρχή της θητείας της. Μέχρι την υπόθεση με τις πετούνιες δεν είδα, όμως, καμία μήνυση. Η κριτική, συνεχής και ανελέητη, αφορούσε τα πάντα. Από το κυκλοφοριακό μέχρι τα έργα. Ακόμη κι όταν τα υλοποιούμενα έργα έπρεπε να έχουν γίνει εδώ και χρόνια από προηγούμενους δημάρχους, πάντοτε υπήρχε κάποια αφορμή για κριτική. Αυτή είναι η δουλειά του τύπου, θα μου πείτε, μεγάλο το δίκιο σας, θα σας απαντήσω. Όμως, η δημοτική αρχή φάνηκε να μην αντιδρά ακόμη και όταν τα πράγματα ξέφευγαν και η κριτική έδινε τη θέση της στις ύβρεις. Για να μην κουράσω, θα αναφέρω μονάχα ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα. Με αφορμή το ότι ο κάθε φορέας έστειλε ξεχωριστό δελτίο τύπου για το ΤΕΡΑΣΤΙΑΣ ΣΗΜΑΣΙΑΣ έργο τις άρδευσης και αγροτικής οδοποιίας στο Δήμο Κατερίνης, προϋπολογισμού 20.700.000€, τοπική δημοσιογράφος χαρακτήρισε τον Υπουργό Αγροτικής Ανάπτυξης, τον βουλευτή Πιερίας κο. Κωνσταντόπουλο και τον Δήμαρχο Κατερίνης «ρόμπες ξεκούμπωτες». Φυσικά και ο καθένας έχει το δικαίωμα να κρίνει, και η προσωπική μου κρίση είναι ότι το συγκεκριμένο σχόλιο ήταν άδικο, απρόκλητο και άκρως υβριστικό, αλλά είπαμε, περί ορέξεως κολοκυθόπιτα. Το θέμα είναι ότι ούτε σε εκείνη ούτε σε άλλες περιπτώσεις σκληρής ή ακόμη και υβριστικής «κριτικής» δεν υπήρξαν μηνύσεις ούτε, απ’ όσο ξέρω άλλου είδους αντιδράσεις.
Τι άλλαξε λοιπόν στην υπόθεση «πετούνια» και έκανε το ποτήρι να ξεχειλίσει; Επακριβώς μπορούν να γνωρίζουν μόνο οι άμεσα εμπλεκόμενοι, παρ’ όλα αυτά τα γεγονότα μπορούν να οδηγήσουν σε μια ασφαλή υπόθεση. Η επιστολή για τις πετούνιες ήταν η πρώτη φορά που η οποιαδήποτε κριτική ή «κριτική», βάλτε ή βγάλτε τα εισαγωγικά κατά την κρίση σας, απεκδυόταν τον έστω και προσχηματικό χαρακτήρα της πολιτικής διαφωνίας και εντασσόταν ευθέως στην κατηγορία της προσωπικής επίθεσης. Γιατί ακόμη και με τα πλέον φιλελεύθερα κριτήρια, το να περιγράφεις το δήμαρχο και τους αντιδημάρχους ως μπεκρήδες τεμπελχανάδες, είναι αδύνατο να θεωρηθεί πολιτική κριτική, εκτός κι αν είσαι φασίστας. Όταν μάλιστα η περιγραφή αυτή δεν έχει καμιά σχέση με την πραγματικότητα, τότε πρόκειται περί συκοφαντικής δυσφήμισης. Η μεταχείριση που οι εφημερίδες επιφύλαξαν στο εν λόγω κείμενο δεν έχει καμιά σχέση με την μεταχείριση που επιφυλάσσεται στις συνήθεις επιστολές αναγνωστών. Ολοσέλιδη καταχώριση, φωτογραφίες, μεγαλογράμματοι τίτλοι και υπότιτλοι, αναλυτικός σχολιασμός, καμία σχέση δεν έχουν με τις επιστολές αναγνωστών. Αρκεί κανείς να ανοίξει μια οποιαδήποτε εφημερίδα για να το καταλάβει. Και δεν χρειάζεται να ψάξει μακριά. Οι ίδιες οι εγκαλούμενες εφημερίδες έχουν ακόμη και σήμερα επιστολές αναγνωστών και είναι φανερή η διαφορά στη μεταχείριση αυτών και σε εκείνο το κείμενο. Δεν ξέρω αν οι εκδότες είχαν κάποιο βαθύτερο κίνητρο. Ξέρω όμως ότι οι προσβολές και τα ψεύδη ήταν ορατά διά γυμνού οφθαλμού τυφλού. Πόσο μάλλον για τα δικά τους έμπειρα και υποψιασμένα μάτια.
Το γαϊτανάκι των προσβολών, των υπονοούμενων, των απειλών που έστησαν τα μέσα ενημέρωσης και οι καλοθελητές της εθελοντικής ομάδας παρατράβηξε. Για τις επόμενες ώρες θα παραμείνει μετέωρο και σιωπηλό αναμένοντας την έκβαση της αυριανής δίκης. Ήδη είχαμε και πολύ υψηλά «πονταρίσματα». Η εθελοντική ομάδα δράσης και ο Βουλευτής Πιερίας κος Αμοιρίδης, έπαιξαν τα ρέστα τους ποντάροντας στην απουσία του Σατραζέμη στη Γερμανία. Οι πρώτοι τον κατηγόρησαν ότι φεύγει αντί να μείνει και να υπερασπιστεί τη χαμένη του αξιοπρέπεια (αυτήν ακριβώς που οι ίδιοι προσέβαλαν), ενώ ο δεύτερος τον κατηγόρησε ότι βρήκε άλλοθι με τα λεφτά των δημοτών (αντί να το βρει στη βουλευτική ασυλία). Άμα τους κάνει καμιά πλάκα ο Σατραζέμης και εμφανιστεί, ποιος θα είναι αυτός που θα ζητήσει αναβολή; Και μετά που θα πάνε να κρυφτούν; Μάλλον πουθενά. Γιατί για να γίνεις καλός ψεύτης θα πρέπει να δείχνεις περήφανος και να είσαι αμετανόητος.